μνημόσυνος

μνημόσυνος
μνημόσυνος, -ον (Α)
υπενθυμητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμων + κατάλ. -όσυνος (πρβλ. σώφρων: σωφρ-όσυνος). Η λ. μαρτυρείται στη Μετάφραση τών Εβδομήκοντα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μνημόσυνο — το (ΑΜ μνημόσυνον) νεοελλ. συγκέντρωση κατά τη διάρκεια τής οποίας εκφωνούνται εγκωμιαστικοί λόγοι οι οποίοι αναφέρονται στη ζωή και το έργο προσώπου που έχει πεθάνει («φιλολογικό μνημόσυνο» νεοελλ. μσν. τελετή η οποία γίνεται σε τακτά χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • χαρμόσυνος — η, ο / χαρμόσυνος, ύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος ΜΑ αυτός που ενέχει ή που προκαλεί χαρά (α. «χαρμόσυνη είδηση» β. «κροτεῑν λαμπρὸν καὶ χαρμόσυνον», Γρηγ Ναζ.) αρχ. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρμόσυνα (ενν. ἱερά) γιορτή χαράς νεοελλ. το αρσ. ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”